- ενανθρακώ
- (-όω) και ενανθρακώνωμε πυροχημική κατεργασία εμπλουτίζω σίδηρο ή μεταλλικό κράμα με άνθρακα για να αυξηθεί η σκληρότητά του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενανθράκωση — Επεξεργασία στην οποία υποβάλλονται ορισμένοι χάλυβες (εξαιρετικά μαλακοί και ειδικοί), με σκοπό να γίνει περισσότερο σκληρή η επιφάνειά τους. Η ε. βασίζεται στην απορρόφηση μικρών ποσοτήτων άνθρακα από το επιφανειακό στρώμα του μετάλλου… … Dictionary of Greek